Προστασία των θαλασσών
Ως επιστήμονας που μελετά τα κοινωκοπολιτικά γεγονότα που έχουν επισφραγίσει την εξέλιξη της ανθρωπότητας κατά τον ρου της ιστορίας, δεν θα μπορούσε να μην με έχει απασχολήσει ιδιαιτέρως το ζήτημα της περιβαλλοντικής καταστροφής, με συνέπεια την κλιματική αλλαγή που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια. Ένα από τα πιο σημαντικά θέματα που προβληματίζουν την κοινή γνώμη σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και που έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Βεβαίως, καθώς η ιδιότητά μου δεν εφάπτεται του αντικειμένου άμεσα, δεν θα μπορούσα να προβώ ούτε σε προτάσεις για την αποφυγή αυτού του δίχως άλλο ολέθρου, ούτε σε αναλύσεις εις βάθος ως προς το τί ακριβώς τον προκάλεσε. Ωστόσο, επέλεξα να γράψω για τη σειρά αυτή της Ευγένα, διότι ομολογουμένως είναι επίκαιρη όσο ποτέ.
Η καλλιτέχνης, ζώντας πολλά χρόνια τώρα σε εγγύτητα με τη θάλασσα που βρέχει τις νότιες ακτές της Αττικής, επιχειρεί μέσα από μια σειρά έργων να «μιλήσει» για τη ζωτικής σημασίας προστασία των οργανισμών που κατοικούν τον βυθό της Μεσογείου. Τα έργα της έχουν ως στόχο την αφύπνιση και την ευαισθητοποίηση των θεατών, παράλληλα με την αισθητική απόλαυση που εκείνα πάντα προσφέρουν. . Η «Μέδουσα. Κυρίαρχος των Θαλασσών» τα έργα με τους πολύχρωμους κοραλλιογενείς υφάλους… Οι εντάσεις των χρωμάτων αυτών των υδρόβιων μορφών ζωής μοιάζουν να πάλλονται εμπρός από το βαθύ μπλε φόντο που αναπαριστά το θαλάσσιο όγκο.
Ξεκινώντας από το έργο «Μέδουσα. Κυρίαρχος των Θαλασσών», παρατηρούμε ότι ενώ η μέδουσα έχει αποδοθεί με σχεδόν αφαιρετικό τρόπο και με μεγαλύτερη έμφαση στο λαμπερό κόκκινο και κίτρινο που δίνουν στη μορφή μια έντονη κυριαρχία, το φόντο μας εκπλήσσει με το πόσο ζωγραφικά είναι φιλοτεχνημένο. Ξεχωρίζει η χειρονομία της καλλιτέχνιδας, εντυπωσιάζουν οι πολλαπλές αποχρώσεις του μπλε. Ενός μπλε που μας θυμίζει τόσο πολύ το Αιγαίο πέλαγος που μας περιβάλει! Θα μπορούσα να προβώ στο σημείο αυτό σε μια ίσως υποκειμενική παρατήρηση: η Ευγένα δεν ξέρει μόνο, αναμφισβήτητα, πώς να χειρίζεται το χρώμα, είναι η αγάπη και η βαθιά της σύνδεση με τη θάλασσα που αντικατοπτρίζονται εδώ. Τη θάλασσα τη γνωρίζει. Έχει μελετήσει σε κάθε λεπτομέρεια τις αλλαγές του χρώματος του νερού ανάλογα με το φως, κάθε κίνησή του ανάλογα με τους ανέμους.
Το θέμα που θίγεται εν προκειμένω δεν είναι άλλο από την ραγδαία αύξηση του αριθμού των μεδουσών στο οικοσύστημά μας, κάτι που σημαίνει τον κίνδυνο για τους πληθυσμούς των ψαριών. Για το φαινόμενο αυτό ευθύνονται κατά κύριο λόγο ανθρωπογενείς παράγοντες, όπως η χωρίς μέτρο αλίευση. . Ίσως, για το λόγο αυτό η καλλιτέχνης επιλέγει τα συγκεκριμένα χρώματα στην απεικόνιση της μέδουσας. Της προσδίδει μια συμβολική διάσταση, συνυφασμένη με μια εν δυνάμει κρίσιμη απειλή.
Η ομάδα των έργων με τους κοραλλιογενείς υφάλους, από την άλλη, παραπέμπει στην περιοχή του νησιωτικού συμπλέγματος Φούρνων Κορσεών (ή κοινώς Φούρνων). Η καλλιτέχνης πραγματοποιεί μια σπουδή, θα λέγαμε, πάνω στη φόρμα των κοραλλιών. Τα αποδίδει με μια ιδιαίτερη πλαστικότητα που εντείνεται χάρη στον κρυφό φωτισμό στην οπίσθια όψη των έργων, αλλά και στο γεγονός ότι οι φιγούρες τους μοιάζουν να ξεπηδούν από το κέντρο των έργων και να επεκτείνονται προς τα έξω, διαρρηγνύοντας τα όρια που θέτει το πλαίσιο. Και εδώ το χρώμα κυριαρχεί. Έντονα πράσινα, κόκκινες έως μπορντό τονικότητες, ώχρες… Θα ήθελα να παρεμβάλω στο σημείο αυτό μια φράση που έρχεται στο νου μου από ένα βιβλίο, στο οποίο ανέτρεξα πρόσφατα με αφορμή τα έργα της Ευγένα: το χρώμα… υπάρχει ως χάδι και μέθη του ματιού. (D. Batchelor 2000).
Στην ευρύτερη περιοχή των Φούρνων Κορσεών, δυτικά-νοτιοδυτικά της Σάμου και ανατολικά της Ικαρίας έχουν καταγραφεί σημαντικοί ύφαλοι ασβεστολιθικών ροδοφύκων (γνωστών ως «τραγάνα»). Οι ύφαλοι αυτοί αποτελούν μοναδική φυσική κληρονομιά. Όμως, παρόλα αυτά αρκετοί είναι ολοσχερώς κατεστραμμένοι και εξακολουθούν να καταστρέφονται λόγω κυρίως της αλιείας με μηχανότρατες. Η Ευγένα υπερ-τονίζει την αισθητική διάσταση των κοραλλιών, τα καθιστά αντικείμενα μοναδικού κάλλους, όπως και είναι, στοχεύοντας να μας υπενθυμίσει τον φυσικό πλούτο που δεν είναι πάντα ορατός, όμως, υπάρχει, εκεί, «κρυμμένος» στο βάθος της θάλασσας και αποτελεί, αν μη τι άλλο, ένα σημαντικό μέρος του οικοσυστήματός μας.
Η καλλιτέχνης με τη σειρά των έργων «Για την προστασία των θαλασσών», επισφραγίζει την ικανότητά της να δημιουργεί έργα που δεν προσφέρονται μόνο προς τέρψη του βλέμματος, αλλά λειτουργούν και ως αφορμή για στοχασμό, διερεύνηση και γνώση. Η «έγχρωμη» ατμόσφαιρα που κατασκευάζει και περικλείει σε κάθε ένα από τα έργα αυτά, σηματοδοτεί παράλληλα ένα ηχηρό μήνυμα προς τους θεατές, μια έμμεση απόπειρα κινητοποίησής τους.
Εύχαρις Μάσχα
Ιστορικός Έργων Τέχνης
Μέγας Αλέξανδρος
Όταν μου προτάθηκε να γράψω για τα έργα της Στέλλας Ευγένα με την ιδιότητα της Ιστορικού και αποφοίτου του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Ε.Κ.Π.Α., είχα στο νου μου αρχικά να επικεντρωθώ στα ιστορικά στοιχεία που θίγονται μέσα από το έργο της. Ωστόσο, ερχόμενη σε επαφή με την καλλιτέχνη και βλέποντας από κοντά τη δουλειά της, θα έλεγα ότι περισσότερο με συνεπήρε η εικαστική της γλώσσα και το πόσο η πολύπλευρη προσωπικότητα της ίδιας αντανακλάται στις δημιουργίες της. Το να ανέλυα μόνο το περιεχόμενο των έργων αυτών, με γνώμονα την προσωπική μου εντρύφηση στη συγκεκριμένη θεματολογία, θα αφαιρούσε πιστεύω από το έργο τη δυναμική του ως ένα αντικείμενο που προσφέρεται στο κοινό κατά κύριο λόγο προς αισθητική απόλαυση και ψυχική ανάταση, πέραν των όποιων ιστορικών πληροφοριών που εμφανίζονται με αλληγορικό τρόπο. Αποφάσισα, λοιπόν, να αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο από περιορισμούς που ίσως μου έθετε η επαγγελματική μου εμπειρία, και να προσπαθήσω να προσεγγίσω τη δουλειά της Ευγένα μέσα από τη δική μου σκοπιά ως επιστήμονα, αλλά ταυτόχρονα και ως παρατηρητή και λάτρη της τέχνης.
Το έργο Μέγας Αλέξανδρος αποτελεί ουσιαστικά μια θραυσματική εικόνα του Βουκεφάλα – αγαπημένου αλόγου του μυθικού στρατηλάτη – που συντίθεται μέσα από πολλαπλά σύμβολα, τα οποία, ένα ένα κατασκευάζουν μια πολύπλοκη ιστορική αφήγηση. Έχει σπουδαίο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η Ευγένα κατορθώνει μέσα από ένα λιτο εικαστικό λεξιλόγιο να κάνει της δικές της διασυνδέσεις γύρω από την ιστορική φυσιογνωμία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φιλοτεχνώντας ένα έργο-γρίφο που αναπτύσσεται μέσα από το μίτο που η ίδια πλέκει χρησιμοποιώντας τόσο μυθολογικά στοιχεία, όσο και ιστορικά ντοκουμέντα.
Η αποσπασματική φιγούρα του Βουκεφάλα (απεικονίζεται μόνο ο ένας γοφός και μέρος του κορμού), που ανήκε στο είδος του θεσσαλικού ίππου, παραπέμπει στις μορφές εκείνες των ανάγλυφων αλόγων, τα οποία συνοδεύουν την πομπή των Παναθηναίων στη ζωφόρο που κοσμεί τον Παρθενώνα. Ταυτοχρόνως, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η απόδοσή του από την Ευγένα μας κάνει, σε μια πρώτη όψη του έργου, ελαφρώς σκεπτικούς για το εάν πρόκειται για το σώμα ενός ζώου ή ενός ανθρώπου, λόγω της αφαίρεσης στην οποία φτάνει η καλλιτέχνης, αλλά και χάρη στην καμπυλότητα των γραμμών. Η Ευγένα επιλέγει να τονίσει έτσι, έμμεσα, τη βαθιά σύνδεση του Αλέξανδρου με το άλογό του, το οποίο ο ίδιος εξημέρωσε ως νεαρός έφηβος, σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Ο ήρωας γίνεται σχεδόν ένα με τον τετράποδο σύντροφο και σύμμαχό του στις εκστρατείες από τη Θήβα μέχρι τα Γαυγάμηλα και την Ινδία.
Η καλλιτέχνης κατορθώνει να φέρει στο σήμερα μια εικόνα που έχει διατρέξει σχεδόν όλη την ιστορία της τέχνης, με εργαλεία της το λάδι, το ίνοξ, τις οπτικές ίνες, το πλέξιγκλας και τον κρυφό φωτισμό που προσδίδει την ψευδαίσθηση της τρίτης διάστασης στις επίπεδες επιφάνειες. Η εικαστική της γλώσσα πιστή πάντα στις pop αναφορές, φαίνεται να έχει φτάσει σε μια πλήρη αφομοίωση των σπουδών και της ειδίκευσής της στο χρώμα.
Κι εδώ ακριβώς είναι που ερχόμαστε στις λεπτομέρειες της χαίτης του αλόγου, με τις πολλαπλές τονικότητες των γήινων χρωμάτων. Πρόκειται για το μόνο στοιχείο του έργου που έχει αποδοθεί με τόση πλαστικότητα και λεπτομέρεια. Κι εδώ η Ευγένα μας «ξεγελάει». Μα ο Βουκεφάλας ήταν γνωστός για το λαμπερό, κατάμαυρο χρώμα του! Πώς είναι δυνατόν η χαίτη του να ανεμίζει σχεδόν υπόξανθη; Η καλλιτέχνης κάνει μια αλληγορική σύνδεση του Αλέξανδρου με την γενεαλογική του καταγωγή από τον Ηρακλή. Η χαίτη, γίνεται λεοντή, και η έμπνευση αυτή της Ευγένα προέρχεται από τα νομίσματα (τετράδραχμα) της Αμφίκλειας, όπου στην εμπρόσθια όψη απεικονίζεται το προφίλ του Ηρακλή φορώντας την κεφαλή του λιονταριού της Νεμέας, ο οποίος, ως ιδρυτής της δυναστείας των Τημενιδών, ταυτίστηκε με τον Αλέξανδρο.
Σε τί συνίσταται, όμως, η ιδιαιτερότητα αυτού του έργου από άποψη περιεχομένου; Στο πρώτο πλάνο, διατρέχει διαγωνίως το έργο η αναπαράσταση ενός σφιχτοδεμένου σχοινιού, το οποίο, στο κέντρο σχεδόν της σύνθεσης, είναι έτοιμο να κοπεί βίαια από τη φωτεινή λάμα ενός ξίφους. Η συμβολική παρακαταθήκη του ιστορικού γεγονότος της κοπής του Γόρδιου δεσμού από τον Αλέξανδρο, έτσι όπως περιγράφεται σύμφωνα με τις φιλολογικές μαρτυρίες, σφραγίζει το έργο της Ευγένα και μετατίθεται σε μια προσωπική της ευχή και προσδοκία για το μέλλον. Ένα μέλλον που ατενίζοντάς το από τη σύγχρονη σκοπιά, ναι μεν επιζητά τη δραστική ρήξη με την προϋπάρχουσα τάξη πραγμάτων, όμως, δεν την παρακάμπτει πλήρως, χωρίς μια βαθιά κατανόηση και σοφή, κατά το δυνατό, επανερμηνεία των άγραφων νόμων της πολιτιστικής και ιστορικής μας κληρονομίας.
Εύχαρις Μάσχα
Ιστορικός Έργων Τέχνης
Outside my window
Η επινόηση του οικείου
Κάθε τέχνη πηγάζει από το μυαλό του ανθρώπου, από τις αντιδράσεις μας στον κόσμο και όχι από τον ορατό κόσμο αυτόν καθαυτόν επειδή ακριβώς κάθε τέχνη είναι “νοητική”.
Ταλαντευόμενη ανάμεσα στη Δύση και την ‘Απω Ανατολή, στην αφαίρεση και την αναπαράσταση, η Στέλλα Ευγένα προσεγγίζει την παράδοση της τοπιογραφίας μέσα από τη σύζευξη της τρισδιάστατης κατασκευής και του δισδιάστατου καμβά. Με έναυσμα την οικεία θέα που βρίσκεται έξω από το παράθυρό της, η καλλιτέχνις απλοποιεί φόρμες και σχήματα συγκροτώντας τα ουσιώδη στοιχεία της σύνθεσης. Το χρώμα και το φως, ως αέναες δυνάμεις που αναβλύζουν μέσα από την απρόβλεπτη εκδήλωση της φύσης, λειτουργούν σαν κατευθυντήριοι άξονες για τη νοητική διέγερση και την αισθητική απόλαυση.
Στο συνολικό έργο της Ευγένα, τα Ιαπωνικά πεύκα συναντούν το μεσογειακό κλίμα και η οπτική καταγραφή μετατρέπεται σε πλασματική αφήγηση. Η εικαστικός ανακαλύπτει και αναδιαπραγματεύεται τη δομή του δέντρου με τρόπο που αποσαφηνίζεται η “νοητική διαδικασία της οπτικής αντίληψης.
Στην ιστορία της τέχνης, η τοπιογραφία υπήρξε ανέκαθεν μία από τις βασικές θεματολογίες που διερευνούν τη συμπληρωματική σχέση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού κόσμου, της ορθολογιστικής και της εξπρεσιονιστικής τάσης, γι’ αυτό και η καλλιτέχνις αποποιείται συμβολισμούς και υπαινιγμούς δίνοντας ξέκαθαρα στον θεατή την εικόνα μιας αποδομημένης θέας, έτσι όπως προκύπτει από την προσωπική της ενασχόληση με το ιδιωτικό περιβάλλον.
Η Ευγένα ενορχηστρώνει τη σχέση που έχει η ίδια με τον αρχιτεκτονικό χώρο και τις εφαρμοσμένες τέχνες, καθώς δημιουργεί μια διακριτική αίσθηση βάθους χρησιμοποιώντας επιφάνειες από plexi-glass, παίζοντας με τα θερμά και τα ψυχρά χρώματα και τον τεχνητό φωτισμό. Με αυτόν τον τρόπο, τα έργα της αποτελούν ένα υβρίδιο ζωγραφικής, γλυπτικής και κατασκευής. Μέσα από τον πειραματισμό των υλικών, προσδιορίζει εκ νέου τα όρια του κάθε εικαστικού μέσου με σκοπό να αναδείξει τις άπειρες εκφάνσεις της οπτικής γλώσσας. Διαλύοντας τα περιγράμματα (χαρακτηριστικό που αντιστοιχεί στην ιμπρεσιονιστική ζωγραφική) και αποφεύγοντας τη χρήση του μαύρου, η εικαστικός προσηλώνεται στις φωτεινές χρωματικές αποχρώσεις που αποδίδουν τους πλαστικούς όγκους.
Η Στέλλα Ευγένα επινοεί την οικεία θέα έξω από το παράθυρό της, επικαλούμενη τη δύναμη του φωτός που μετουσιώνεται σε λιτές φόρμες και απλουστευμένα σχήματα. Η καθημερινή της εμπειρία αναβιώνεται και ρευστοποείται τη στιγμή που ξεκινά να δουλεύει, διότι το μόνο που απομένει πια είναι η μνήμη της εφήμερης αίσθησης και οι συνειδητές ή υποσυνείδητες προβολές του εαυτού στον έξω κόσμο. Τελικά, τι μας προσφέρει η επαναλαμβανόμενη θέαση ενός δέντρου; Η απάντηση της καλλιτέχνιδος βρίσκεται στην υποκειμενική αντίληψη του θεατή.
Έλλη Παξινού
Ιστορικός τέχνης
Ernst Gombrich, «Τέχνη και Ψευδαίσθηση», 1960, εκδόσεις Νεφέλη, σελ 110
Sailing
Η εικαστικός Στέλλα Ευγένα, εμπνευσμένη από την ιστιοπλοϊκή Ρεγκάτα που πραγματοποιείται στις Σπέτσες, παρουσιάζει το νέο της έργο με τίτλο “Sailing” (“Ιστιοπλοΐα”) στην γκαλερί Ακρόπρωρο.
Η Eυγένα διερευνά την αρμονική σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης, μέσα από μια σειρά ζωγραφικών κατασκευών που απεικονίζουν ιστιοφόρα, με έμφαση στα χρωματιστά τους ιστία. Στόχος της είναι να αναδείξει τη δυνατότητα της ανθρώπινης δεξιότητας να αλληλεπιδρά με τα στοιχεία της φύσης χωρίς να βλάπτει το περιβάλλον. Συγκεκριμένα, η έκθεση “Sailing” επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει, θα λέγαμε, την αρχαία κατασκευή του ιστίου, το οποίο χρειάζεται ελάχιστη αιολική ενέργεια για να ωθήσει το σκάφος.
Η καλλιτέχνης ενδιαφέρεται για την τεχνική του Πουαντιγισμού, η οποία εκφράζεται με μια δεξιοτεχνική οπτική απλότητα. Χρησιμοποιεί ένα μοναδικό στικτό στυλ που καλύπτει με χρώμα τις διαμορφωμένες από πλεξιγκλάς και μέταλλο επιφάνειες. Το φως, ως βασικό στοιχείο στο έργο της, ρυθμίζεται τεχνητά πίσω από τη σύνθεση, ώστε να δημιουργείται η αίσθηση της τρίτης διάστασης. Ανακαλύπτοντας πολλαπλά οπτικά παιχνίδια με ψυχρό και θερμό φωτισμό, η Eυγένα στοχάζεται πάνω στις άπειρες αποχρώσεις του ηλιακού φωτός και ανατρέχει στις βασικές επιστημονικές θεωρίες του χρώματος.
Προερχόμενη από τον χώρο των εφαρμοσμένων τεχνών, συνδυάζει την αφαίρεση με την αναπαράσταση, ενώ συγχωνεύει τη ζωγραφική με διάφορες άλλες καλλιτεχνικές πρακτικές (όπως η κατασκευή) με έναν τρόπο τόσο διακοσμητικό, όσο και χρηστικό. Η καλλιτέχνης, ως τεχνίτης, απλοποιεί κάθε μορφή και αφαιρεί τις επιπλέον λεπτομέρειες προκειμένου να φτάσει στα βασικά αναπαραστατικά στοιχεία κάθε αντικειμένου. Το επιχείρημά της είναι ότι, μέσω του χρώματος και του φωτός, το σχήμα του αντικειμένου γίνεται ορατό οδηγώντας έτσι τη φαντασία του θεατή στο να γίνει ο καταλύτης για την ερμηνεία των έργων της.
Το συνολικό έργο της Στέλλας Ευγένα αποτελεί μια σύνθεση τεχνικών και καλλιτεχνικών παραδόσεων που ενώνουν τη Δύση με την Άπω Ανατολή και αποκαλύπτουν, επίσης, την προσωπική σχέση της καλλιτέχνιδας με τη μαγεία της φύσης.
Έλλη Παξινού
Ιστορικός τέχνης
Η διαλεκτική σχέση μεταξύ φύσης και τέχνης
Δέντρα που θυμίζουν ιαπωνικά ιδεογράμματα, κλαδιά και κορμοί σε ζεστά και ψυχρά χρώματα, ελαιογραφία σε πλεξιγκλάς που απεικονίζει ένα μείγμα μεταξύ αναπαράστασης και αφαίρεσης, απλές μορφές που είναι τέλεια σχεδιασμένες. Οι ονειρικές εικόνες προέρχονται από έναν προσωπικό κόσμο που προβάλλεται στον θεατή με διπλό τρόπο: φυσικό και δυναμικό ταυτόχρονα, λόγω των αντιφάσεων που έχουν να κάνουν με το χρώμα και τα σχήματα. Ο κόσμος της Στέλλας Ευγένα αποτελείται από πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, κατασκευές και χρηστικά αντικείμενα.
Η καλλιτέχνης προέρχεται από τον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών. Τα τελευταία χρόνια επιχειρεί ένα άλμα στον κόσμο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η εκπαίδευσή της, καθώς και η ενασχόλησή της με την αρχιτεκτονική, της επιτρέπουν να έχει μια σαφή αίσθηση του χώρου, η οποία τη διευκολύνει να οργανώσει τη δομή του εικαστικού της χώρου και να βρει τις ισορροπίες μεταξύ των μεγεθών, των όγκων, των τόνων, των χρωμάτων.
Το θέμα, το οποίο είναι εμπνευσμένο από τη φύση, ποικίλλει. Αν και ο πυρήνας των πολλών έργων της είναι η θέα των πεύκων, όπως τα βλέπει κάθε πρωί από το παράθυρό της, ενώ ο ήλιος πέφτει πάνω τους και ενώνεται με τη θάλασσα. Στη συνέχεια, το θέμα αυτό διαφοροποιείται: ένα αφαιρετικά αποδοσμένο μαντίλι κινείται βίαια λόγω του όγκου του αέρα, ένα ιστίο του οποίου η συνολική εικόνα μεταβάλλεται λόγω της δύναμης του ανέμου, τα μεσογειακά φρούτα στην πιατέλα του σπιτιού της, ένα υπαίθριο παγκάκι που μπορεί να μετατραπεί με ευφάνταστο τρόπο σε γλυπτό που τοποθετείται στον εξωτερικό χώρο. Η καλλιτέχνης μετατρέπει τις εικαστικές της αναζητήσεις σε δημιουργίες που περιέχουν πλαστικότητα, ευαισθησία και κίνηση.
Μερικά από τα έργα της συντίθενται από διαφορετικά επίπεδα πλέξιγκλας που είναι ζωγραφισμένα με λάδι χρησιμοποιώντας ένα ιδιαίτερο διάστικτο στυλ . Άλλα είναι κατασκευασμένα από ανοξείδωτο ατσάλι και είναι βαμμένα με μεταλλικά χρώματα. Ο εσωτερικός φωτισμός χρησιμοποιείται για την επίτευξη ήπιων και απαλών αποχρώσεων. Γι’ αυτό, τα έργα της δεν μπορούν να θεωρηθούν μόνο όμορφες εικόνες ή κατασκευές.
Κάποιος θα υποστηρίξει ότι συνολικά τα έργα της Στέλλας Ευγένα ανήκουν στις διαδοχικές κατακτήσεις της «αισθητικής κουλτούρας», δηλαδή, σε ένα μεγάλο μέρος του δυτικού πολιτισμού. Η «αισθητική κουλτούρα» περιλαμβάνει έργα τέχνης με ιδιαίτερες ποιότητες που προορίζονται για την απόλαυση και την ψυχική ανάταση του θεατή. Αποτελούν επίσης έναν διάλογο μεταξύ της δυτικής κουλτούρας και της σινοϊαπωνικής παράδοσης. Αυτά τα έργα, απαλλαγμένα από πεποιθήσεις και δόγματα, εκφράζουν το ελεύθερο πνεύμα της δημιουργού τους, τη χαρά να είναι ολοκληρωμένη, να είναι αληθινά ο εαυτός της. Αυτό είναι κέρδος τόσο για εκείνη όσο και για τον θεατή.
Πέγκυ Κουνενάκη, επιμελήτρια, κριτικός τέχνης, συγγραφέας. Αθήνα, Δεκέμβριος 2015
Στέλλα Ευγένα «Παντοκράτορας»
Η Στέλλα Ευγένα φιλοτεχνεί ένα σύγχρονο ζωγραφικό έργο (λάδι σε ίνοξ), αποδίδοντας το τυπικό βυζαντινό εικονογραφικό θέμα του Χριστού Παντοκράτορα μέσα από το προσωπικό της εικαστικό λεξιλόγιο.
Η βασική πηγή έμπνευσης για την καλλιτέχνη προέρχεται από το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα που κοσμεί το υπέρθυρο του νάρθηκα του Καθολικού της Μονής του Οσίου Λουκά (5η δεκαετία 11ου αιώνα μ.Χ.).
Η Ευγένα ακολουθεί την τυπολογική εικονογραφική παράδοση του Παντοκράτορα,
σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς Χριστός – Δημιουργός, Σωτήρας και Κριτής – απεικονίζεται σε μετωπική στάση, με έντονο βλέμμα που στρέφεται απευθείας στον θεατή, ενώ χαρακτηριστική είναι η αμφίεσή του, με κόκκινο χιτώνα και μπλε ιμάτιο (σύμβολα της διπλής του υπόστασης) και το φωτοστέφανο με τα αρχικά ΙC – XC. Ωστόσο, ο «Παντοκράτορας» της Ευγένα, διατηρώντας την επιτακτικότητα που συναντάμε στις βυζαντινές, τυπικές του αποδόσεις, αποπνέει ταυτόχρονα μια προσήνεια που θα έλεγε κανείς ότι εξαίρει την ανθρώπινη υπόστασή του. Η έκφραση (πιο κοντά στην απόδοση του «Παντοκράτορα» της Μονής Οσίου Λουκά, από ό,τι σε εκείνην της Μονής Δαφνίου) γίνεται λιγότερο επιβλητική και περισσότερο μειλίχια, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα μάτια.
Μεταπλάθοντας δημιουργικά το βυζαντινό ιδίωμα σε μια σύγχρονη εικαστική γλώσσα που φέρει έντονα το δικό της στίγμα, η καλλιτέχνης συνδυάζει την επιπεδότητα και τη σχηματοποίηση που χαρακτηρίζουν τη βυζαντινή ζωγραφική με την πουαντιγιστκή τεχνική των Νεο-ιμπρεσιονιστών και την εκφραστικότητα των Φωβ. Το χρώμα παίζει πρωταρχικό ρόλο στο έργο και έχει εμφανείς αναφορές στην χρωματική παλέτα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Σε εκείνο το ιδιότυπο μπλε, που εισάγεται από την Αίγυπτο στην περιοχή της Μεσογείου, παράγωγο του πολύτιμου λίθου lapis lazuli. Το λαμπερό κόκκινο και τα κίτρινα – πορτοκαλί, ενθυμίσεις του ωχρού, του λαμπρού, του ξανθού και του κυανού, έτσι όπως τα περιγράφει ο Πλάτωνας («Τίμαιος», 360 π.Χ.). Όσον αφορά την πτυχολογία, η Ευγένα περιορίζεται σε δύο τόνους διαφορετικών χρωμάτων (εν αντιθέσει προς τη βυζαντινή τεχνική, όπου συνήθως συναντάμε δύο ή τρεις αποχρώσεις του ιδίου χρώματος), με το θερμό πορτοκαλί να δίνει ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο ψυχρό μπλε των πτυχώσεων και να φωτίζει τα περιγράμματα. Ενώ στο πρόσωπο και τα μαλλιά, οι μικρές, διακριτές πινελιές διαφορετικών χρωμάτων έχουν ως αποτέλεσμα να προκαλείται τελικά η εντύπωση της επιθυμητής για την καλλιτέχνη απόχρωσης.
Ματίνα Χαραλάμπη
Θεωρητικός Τέχνης – Επιμελήτρια
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Delvoye C., Βυζαντινή Τέχνη, εκδ. Δημ. Παπαδήμα, Αθήνα 1988
Gage J., Color and Culture. Practice and Meaning from Antiquity to Abstraction, University of California Press, Thames and Hudson Ltd., London 1999
Νes S., The Mystical Language of Icons, Wm. B. Eermans Publishing Company, Michigan 2004
Στέλλα Ευγένα Άλογα
«οἳ δ᾽ ἅμα πάντες ἐφ᾽ ἵπποιιν μάστιγας ἄειραν,
πέπληγόν θ᾽ ἱμᾶσιν, ὁμόκλησάν τ᾽ ἐπέεσσιν
ἐσσυμένως· οἳ δ᾽ ὦκα διέπρησσον πεδίοιο
νόσφι νεῶν ταχέως· ὑπὸ δὲ στέρνοισι κονίη ἵστατ᾽ ἀειρομένη ὥς τε νέφος ἠὲ θύελλα, χαῖται δ᾽ ἐρρώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο…»
(Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Ψ’, στ. 362 – 367)
Το άλογο, για την καλλιτέχνη Στέλλα Ευγένα, δεν είναι απλώς ένα σύμβολο ισχύος και ομορφιάς (ως προς τις τέλειες αναλογίες του), αλλά κυρίως ένα μέσο εικαστικής διερεύνησης της απόδοσης της κίνησης και εννοιολογικής προσέγγισης της ιστορίας και των μύθων της αρχαίας Ελλάδας.
Στη σειρά έργων της με τον τίτλο «Τα Άλογα» η Ευγένα απεικονίζει το ζώο σε διαφορετικά στιγμιότυπα με ένα λιτό και μάλλον αυστηρό εικαστικό λεξιλόγιο που φαίνεται να έχει αναφορές στον Μινιμαλισμό και την Pop Art. Οι οργανικές φόρμες των στιβαρών σωμάτων αποκτούν μια ανάλαφρη και παιχνιδιάρικη διάσταση χάρη στα φωτεινά χρώματα, ενώ οι οπτικές ίνες, παίρνοντας τη θέση της ουράς και της χαίτης, προσφέρουν μια λαμπυρίζουσα διάσταση στο έργο.
Η Ευγένα επιστρέφει διαρκώς σε ένα από τα πιο κεντρικά ζητήματα που την απασχολούν στη δουλειά της: το πώς θα μπορούσε η ζωγραφική να ξεπεράσει τη δισδιάστατη φύση της και να αποκτήσει πρόσβαση στον τρισδιάστατο χώρο. Παρά τις περίτεχνες πινελιές που φέρνουν στο νου τις πουαντιγιστικές τεχνικές των Ιμπρεσιονιστών, τα έργα της παραβιάζουν επίμονα την επιπεδότητα της ζωγραφικής – ξεπερνώντας τα προτάγματα του Greenberg για καθαρότητα και αυτονομία των εικαστικών μέσων – και προτείνουν μια πιο διευρυμένη άποψη της εικαστικής γλώσσας, συσχετίζοντας τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την εγκατάσταση με φως.
Η Ευγένα καταφέρνει να αναπτύξει ένα προσωπικό ιδίωμα, στο οποίο συγχωνεύονται η παράδοση με την ψηφιακή τέχνη, το μοντέρνο με το σύγχρονο και η χειρωναξία με το design, τη στιγμή που στο προσκήνιο της δουλειάς της βρίσκονται αρχετυπικές φιγούρες, όπως εκείνη του αλόγου.
Το άλογο για την καλλιτέχνη αντιπροσωπεύει τον ισχυρό δεσμό της ιδίας τόσο με τη φύση, όσο και με το ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και γραπτές πηγές, επιβεβαιώνεται ότι το άλογο έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην ελληνική κοινωνία κατά την αρχαιότητα. Εισήχθη στη διάρκεια της Μεσοελλαδικής περιόδου (2.000 – 1550 π.Χ.) και εξυπηρετούσε στη μάχη, στις αγροτικές εργασίες, ως μέσο μεταφοράς και κυρίως ως σύμβολο μεγαλοπρέπειας. Το πρώτο άλογο στον κόσμο, κατά τη μυθολογία, ήταν ο Σκύφιος, γεννημένος από το σπέρμα του Ποσειδώνα, καθώς υπήρχε η αντίληψη ότι ένα τόσο μεγαλειώδες πλάσμα δεν θα μπορούσε παρά να έχει θεϊκή καταγωγή. Οι Αθηναίοι θαύμαζαν τόσο πολύ τα άλογα που τα έθαβαν μαζί με τους κατόχους τους (παραδειγματικά ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κίμων ετάφη απέναντι από το σημείο όπου θάφτηκαν τα άλογά του.)
Η Ευγένα αναπαριστά διαφορετικές φυλές του ελληνικού αλόγου, όπως: η φυλή της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, ή εκείνη της Πίνδου. Με το χαρακτηριστικά μικρό τους μέγεθος, τα άλογα της Θεσσαλίας υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένα με την ελληνική μυθολογία, καθώς τόσο ο μύθος του Κένταυρου, όσο και ο περίφημος Βουκεφάλας του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατάγονταν από τη φυλή αυτή.
Παρατηρώντας κανείς τη σειρά με τα άλογα της Ευγένα ανατρέχει στις ποικίλες αναπαραστάσεις του ζώου στον ρου της Ιστορίας της Τέχνης. Από τη ζωφόρο του Παρθενώνα (με πάνω από διακόσια ανάγλυφα άλογα) και τους μελανόμορφους αμφορείς της Κλασικής Περιόδου, τον Ιππέα του Αρτεμισίου ή το άλογο του Αγίου Δημητρίου στις βυζαντινές εικόνες, μέχρι το έργο του Théodore Géricault «Άλογο τρομαγμένο από την καταιγίδα» (1813-1814) και τα «Μπλέ Άλογα» του Franz Marc (1911). Με γνώση των εικαστικών αναπαραστάσεων του θέματός της στο πέρασμα των αιώνων, αλλά και με μια επιδέξια τεχνική σε διαφορετικά μέσα και υλικά, η Ευγένα κατορθώνει να φιλοτεχνήσει σύγχρονες εικόνες του αλόγου, οι οποίες αναφέρονται έμμεσα στους προκατόχους τους, ενώ την ίδια στιγμή προτείνουν έναν νέο τρόπο αναπαράστασής του.
Ματίνα Χαραλάμπη, Ιστορικός Τέχνης – Επιμελήτρια
Art In Theory 1900-2000, ed. C. Harrison/P. Wood, Blackwell, Oxford 2003
Krauss R., “Sculpture in the Expanded Field”, October, Vol.8 (Spring 1979)
The Horse as a Cultural Icon: The Real and the Symbolic Horse in the Early Modern World, ed. P. Edwards, K. A. E. Enenkel, E. Graham, Brill, Leiden – Boston 2012
Μαυρίδης Θ., «Η εξημέρωση του αλόγου και η παρουσία του στην Προϊστορική περίοδο του Αιγαίου» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (pdf) στις 17 Ιουλίου 2011
«Ίππος: Το Άλογο στην Αρχαία Αθήνα», κείμενο έκθεσης, επιμ. Professor Jenifer Neils, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών Αθηνών, 20/01 – 05/06 2022